- ἐπιδιαβάντες
- ἐπιδιαβαίνωcross over afteraor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδιαβαίνω — ἐπιδιαβαίνω (Α) 1. περνώ μετά από κάποιον άλλον («ἐπιδιαβάντες δέ οἱ Λακεδαιμόνιοι», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐπιδιαβαίνω τινὶ ἡ ἐπί τινα» περνώ ποταμό για να επιτεθώ στον εχθρό … Dictionary of Greek